γεωπόνος

γεωπόνος
ο, η (AM γεωπόνος, Α και γαπόνος και γηπόνος, ο)
νεοελλ.
ο επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωπονία
αρχ.-μσν.
ο αγρότης, ο καλλιεργητής τής γης·
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -πόνος < πονέω. Η αρχαία λ. γεωπόνος ανήκει στον κύκλο τών λέξεων τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιήθηκαν από τους λόγιους με νέο ή παρεμφερές σημασιολογικό περιεχόμενο, εν προκειμένω με τη σημασία τού επιστήμονα τού ειδικού σε θέματα καλλιέργειας τής γης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γεωπόνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπόνος — ο επιστήμονας που έχει ως αντικείμενο τη γεωπονία: Πρέπει να ρωτήσουμε ένα γεωπόνο τι είδους λίπασμα είναι κατάλληλο για το χωράφι μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεηπόνον — γεωπόνος masc/fem acc sg γεωπόνος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπόνου — γεώπονος husbandman masc gen sg γεωπόνος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπόνους — γεώπονος husbandman masc acc pl γεωπόνος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπόνων — γεώπονος husbandman masc gen pl γεωπόνος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπόνῳ — γεώπονος husbandman masc dat sg γεωπόνος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεηπόνοι — γεωπόνος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεηπόνοις — γεωπόνος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεηπόνος — γεωπόνος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”